Από: Τάσο Αναστασιάδη, εκπρόσωπο του Βήματος στο Μεικτό της ΕΣΗΕΑ
Προς: Συναδέλφους μου
Κοιν/ση: ΕΣΗΕΑ, ΠΟΕΣΥ, Εργασιακή Επιτροπή ΔΟΛ
Θέμα: Για την απολογιστική συνέλευση του εκπροσώπου
Συνημμένο: Σχέδιο έκθεσης για το προϊόν και την διαδικασία της εργασίας
Ημ/νία: 30/1/2013
Συνάδελφοι,
Τα βασικά απολογιστικά στοιχεία της θητείας μου θα τα συζητήσουμε στη συνέλευσή μας.
Ωστόσο, θέλω επιπλέον να σας υποβάλω γραπτώς ένα υπόμνημα που ετοίμαζα εδώ και καιρό για τις εξελίξεις στην παραγωγική διαδικασία της ενημέρωσης έτσι όπως τις αποτύπωσα στο χώρο μας, μετά από διαφόρων επιπέδων και βαθμών συζητήσεις με τους συναδέλφους.
Το υπόμνημα δεν είναι ολοκληρωμένο, καθώς δεν έχω επεξεργαστεί επαρκώς ούτε το τμήμα για τη διαδικασία της εργασίας και τον αυξανόμενο δεσποτισμό του κεφαλαίου στο εσωτερικό της ούτε και το τμήμα για τη συμβολή του προϊόντος μας στη σύγχρονη απαλλοτρίωση της δημοκρατίας (με τη μετατροπή των πολιτικών επιλογών σε “τεχνική”, σε υποτιθέμενους “μονόδρομους”).
Ωστόσο, αποχωρώντας κάπως ξαφνικά από την εφημερίδα μας (και εν όψη της αντικατάστασής μου στη θέση του εκπροσώπου), θεωρώ καθήκον μου να το παραδώσω έστω και ελλιπές, κάπως ως βοηθητική παρακαταθήκη για τις συζητήσεις στη συνέχεια.
Συναδελφικά,
Τάσος Αναστασιάδης
Εκπρόσωπος εργαζομένων Βήματος στο Μεικτό της ΕΣΗΕΑ
ΣΧΕΔΙΟ
Από: Τάσο Αναστασιάδη, εκπρόσωπο του Βήματος στην ΕΣΗΕΑ
Προς: Συναδέλφους μου
Κοιν/ση: ΕΣΗΕΑ, ΠΟΕΣΥ, Εργασιακή Επιτροπή ΔΟΛ
Θέμα: Εισήγηση για το προϊόν μας και τη διαδικασία παραγωγής του
Ημ/νία: XX/XX/2012
Επιδείνωση δεν γνωρίζουμε μόνο στους όρους δουλειάς και ζωής μας. Γνωρίζουμε και στο επίπεδο του προϊόντος μας. Και μάλιστα τα δύο αυτά συνδέονται, έστω και αν η πίεση της επιβίωσης στους καιρούς των μνημονίων μας κάνουν να βλέπουμε (ή να παριστάνουμε ότι βλέπουμε) περισσότερο το πρώτο. Και όμως, η συνείδηση των συναδέλφων είναι απολύτως διαυγής: όλοι το ξέρουμε, έστω και απλώς ως μέλη της κοινωνίας (είμαστε και εμείς κοινό της ενημέρωσης που παράγουμε) και έχουμε τις ίδιες αντιδράσεις με αυτήν. Το μόνο ερώτημα είναι πώς γίνεται να το επιτρέπουμε (έστω στο βαθμό που εξαρτάται από εμάς). Και πάντως δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε, γιατί κατά πολύ καθορίζει το μέλλον μας, ακόμα και το στενά δικό μας (όχι μόνο των παιδιών μας). Από αυτή την άποψη οφείλουμε να το θέσουμε, για να δούμε πώς το αντιμετωπίζουμε. Και αυτό ακριβώς θέλω να κάνω στο παρόν κείμενο, ξεκινώντας από τη δική μας εμπειρία, στη δική μας εφημερίδα -έστω και αν, προφανώς, οι εξελίξεις την ξεπερνούν.
Ως εκπρόσωπός σας, άλλωστε, οφείλω να θέτω τα προβλήματα αυτά, ακόμα περισσότερο που η ίδια η κρίση -δημιουργώντας κατανοητές συνθήκες φόβου και ανελευθερίας μεταξύ μας- μου αναθέτει μεγαλύτερη ευθύνη δημόσιας διατύπωσης των προβληματισμών αυτών που όλοι μας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και βαθμό, συμμεριζόμαστε. Επειδή οι σχετικές συζητήσεις διεξάγονται στις συνθήκες αυτές, εννοείται ότι την ευθύνη για τη διατύπωση της συνισταμένης τους την έχω ακέραια εγώ.
I. Ποιό είναι το πρόβλημα (εισαγωγή)
Στην πραγματικότητα είναι ζητήματα που έχουμε κατά καιρούς θέσει προς την εργοδοσία. Θυμίζω ότι τα δύο προηγούμενα καλοκαίρια είχα θέσει, ως εκπρόσωπος, αντίστοιχα υπομνήματα προς την εταιρεία, που μπορεί να επικεντρώνονταν στα “εργασιακά” μας θέματα, όμως αναγκαστικά έθεταν, ακόμα και διεκδικητικά, την ανάγκη διαβούλευσης για τα ζητήματα της ενημέρωσης και των αναδιαρθρώσεων από την κρίση, όχι μόνο την οικονομική, αλλά και των νέων πλαισίων ενημέρωσης που φέρνει το ιντερνέτ. Το ζήτημα είναι ότι ούτε η εταιρεία -αλλά ούτε και η διεύθυνση- θέλησαν να μπουν σε οποιαδήποτε συζήτηση μαζί μας για τα ζητήματα αυτά: από την πλευρά τους ίσως δικαίως, γιατί ακριβώς αποτελεί πτυχή του προβλήματος η άρνηση οποιασδήποτε τέτοιας διαβούλευσης.
Η εμπειρία αυτή με κάνει να θεωρώ μάλλον άχρηστο πλέον, και ίσως μόνο θεατρικό, να προτείνω συντεταγμένες συζητήσεις με την εργοδοσία και, για αυτό, δεν φαίνεται να έχει και νόημα το να της υποβάλω οποιοδήποτε υπόμνημα με θέσεις, σκέψεις, διεκδικήσεις, κλπ. Και, πάντως, αν θέλουμε να έχει κάποιο αποτέλεσμα η δημοσιογραφική παρέμβαση στην εξέλιξη της δημοσιογραφίας, μόνο με συσχετισμό δύναμης που να το επιβάλει μπορούμε να λογαριάζουμε πλέον. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι, ακόμα και στα εργασιακά, από τα μερικές δεκάδες ζητήματα που θέσαμε, ακόμα και γραπτά, κανένα δεν ικανοποιήθηκε (με μια σημαδιακή εξαίρεση) -ούτε κάν συζητήθηκε-, χωρίς να προϋποθέτουν πολλά από αυτά κανένα “κόστος”. Το πλέον ενδιαφέρον είναι ένα από τα τελευταία αιτήματα που αναγκαστήκαμε να θέσουμε (ελευθερία πρόσβασης στις πηγές για όλους), γιατί για πρώτη φορά εκφράστηκε έτσι ωμά, διεκδικήθηκε και επικυρώθηκε από την ιεραρχία το να μην είναι στη σφαίρα των συναδέλφων η κρίση για τις πηγές, αλλά αντίθετα να ανήκει στην εξουσία του κάθε ιεραρχικά ανθυπασπιστή έναντι των -έτσι- “υποτακτικών” του!
Τα παραδείγματα αυτά απεικονίζουν εύγλωττα τη μία ουσιαστική διάσταση των εξελίξεων στη διαδικασία της εργασίας: η άρνηση της οποιασδήποτε συζήτησης ή και η διατυπωνόμενη απορρόφηση της ευθύνης (για τις πηγές και όχι μόνο) από την ιεραρχία συμπυκνώνουν έναν δεσποτισμό στη διαδικασία της εργασίας που, μπορεί να προϋπήρχε, αλλά πλέον δεν ντρέπεται καν να διεκδικείται ως τέτοιος. Ο δεσποτισμός αυτός του κεφαλαίου είναι, στη διαδικασία της εργασίας, το αναγκαστικό συμπλήρωμα μιας διαδικασίας παραγωγής ειδήσεων, για την οποία το “κοινό” μας (αν όχι και εμείς οι ίδιοι!) όλο και χειρότερη γνώμη έχει (το οποίο άλλωστε δεν χρειάζεται ποιοτική ανάλυση, ακόμα και οι δείκτες αναγνωσιμότητας μπορούν να το υπονοήσουν...).
Ούτε το τελευταίο είναι, ασφαλώς, πρωτόγνωρο: πάνε δεκαετίες ίσως -κυρίως με την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης- που το συναίσθημα του κοινού ότι το εμπαίζουν, ότι περισσότερο από ενημέρωση έχουν μπροστά τους την αναπαραγωγή ενός ψεύτικου κόσμου ή την προπαγάνδα των ισχυρών και τα παπαγαλάκια της εξουσίας (πολιτικής και οικονομικής). Ωστόσο, και πέρα από το “συναίσθημα” -που μπορεί να είναι και λαθεμένο-, τουλάχιστον μορφές ενημέρωσης (κυρίως του έντυπου λόγου) φιλοδοξούσαν να κρατούν “ποιοτικά” χαρακτηριστικά. Η τελευταία περίοδος (της “κρίσης”) γενίκευσε τα χειρότερα χαρακτηριστικά αυτής της πραγματικότητας μέσων ενημέρωσης που λειτουργούν κυρίως ως “παπαγαλάκια” των ισχυρών. Είχαμε διαμαρτυρηθεί ήδη επανειλημμένως για ορισμένες από τις πλευρές που κατέστησαν αυτό επιτρεπτό στην εφημερίδα μας. Αλλά φέτος η κατάσταση αυτή έφτασε σε απίθανα ύψη γελοιότητας, όπως προεκλογικά (όταν είχε καταντήσει περίπου αστείο να λέμε ότι “για όλα φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ”), ακόμα και στη δική μας εφημερίδα (έστω και αν, κάθε τόσο, υπήρχε και κάποιο αρθράκι ως άλλοθι -συνήθως του εκδότη και μόνο για την ιστορία!- που κονιορτοποιούσε επί της ουσίας όλη αυτή την καμπάνια!).
Το ζήτημα είναι ότι και εμείς, ως “κοινό”, επίσης τις ίδιες αντιδράσεις έχουμε σε σχέση με το προϊόν μας και το απορρέον ερώτημα είναι πώς γίνεται να υλοποιούμε ένα προϊόν για το οποίο μπορεί σχεδόν όλοι μας να σαρκάζουμε (με διάφορους τρόπους). Η μετάθεση των ευθυνών στους άλλους κάθε φορά (οι εφημεριδάδες στους τηλεοπτικούς ή αντίστροφα, ο ένας στον άλλο συνάδελφο και στις “ικανότητές” του, κριτικές προς τη διεύθυνση, προς την ιεραρχία ή την ιδιοκτησία, ή στη “μοίρα” μας γενικώς, στην “κρίση”, κλπ., κλπ.) μπορεί να μην είναι πάντα τελείως λάθος, ιδιαίτερα σε ένα πλαίσιο όπου το προϊόν είναι αναγκαστικά συλλογικό και οι ατομικές ευθύνες μοιάζουν ελάχιστες -αν και ποτέ μηδενικές. Ωστόσο, ακριβώς για αυτό, πρέπει να επανιδιοποιηθούμε ως εργαζόμενοι την ευθύνη που έχουμε για την κατασκευή του κόσμου που παράγουμε, συλλογικά. Δηλαδή πρέπει να διεκδικήσουμε τις συντεταγμένες που ορίζουν τη διαδικασία παραγωγής μας και, για αυτό, πρέπει καταρχήν να εντοπίσουμε τις βασικές πτυχές της πραγματικότητας και της αναδιάρθρωσής της που έχουμε μπροστά μας.
Έτσι, οι προηγούμενες δύο -συνδεόμενες- διαστάσεις που περιγράφουν την πραγματικότητα που ζούμε, δηλαδή ο δεσποτισμός του κεφαλαίου και ο εκχυδαϊσμός της παραγωγής ενημέρωσης, είναι πτυχές που πρέπει να μας απασχολήσουν. Το δεύτερο είναι, άλλωστε, και το κύριο, γιατί από την αξία χρήσης της για τους ανθρώπους είναι που κρίνεται μια παραγωγή. Ωστόσο, πέρα από τις τεχνικίστικες φαντασιώσεις του κάθε τεϋλοριστή της ενημέρωσης, η αναγκαστική σύνδεση των δύο αυτών πλευρών περνάει από μια οργάνωση της εργασίας, γκροτέσκα στρατιωτική, της οποίας η κύρια πτυχή είναι μια υποτιθέμενη “εντατικοποίηση” που να αφαιρεί τις δυνατότητες κρίσης της χυδαιότητας του κόσμου μας.
II. Εκχυδαϊσμός της παραγωγής ενημέρωσης
Η λέξη πρέπει να παρθεί κυριολεκτικά, όχι ηθικά, με την έννοια της αναπαραγωγής της επιφάνειας του κόσμου μας, της “χυδαιότητάς” της, του φαινομενικού -όχι του πραγματικού-, δηλαδή των ιδεών που “επικρατούν”, που είναι “δεδομένα” και “άκριτα”, έστω και αν χρειάζεται και μια ολόκληρη νεογλωσσία (newspeak ή novlangue) για να επικυρωθούν.
Επαγγελματίες της ενημέρωσης, το δικό μας καθήκον ήταν από πάντα -υποτίθεται- να ελέγχουμε, να κρίνουμε, να ψάχνουμε την επιφάνεια, τη χυδαιότητα, το “δεδομένο”, να τα αμφισβητούμε ει δυνατόν, να τα αξιολογούμε, να τα φωτίζουμε και να τα εντάσσουμε στο πλαίσιό τους, δηλαδή εκεί όπου μπορούν να αποκτήσουν νόημα, την πραγματικότητά τους -πέρα και από τον εφήμερο εντυπωσιασμό. Η δουλειά μας ήταν το αντίθετο του “θορύβου” του ιντερνέτ, του “ακατέργαστου” ήχου και απόηχου, ενός “επαγγελματοποιημένου twitter”. Από αυτό, άλλωστε, αντλεί -αν αντλεί- αξία χρήσης για τους ανθρώπους το προϊόν μας: η αναπαραγωγή του υποτιθέμενα ακατέργαστου (που είναι ούτως ή άλλως μια αντίφαση στους ίδιους τους όρους) γεγονότος δεν αποτελεί είδηση. Μόνο η διευκρίνιση των όρων του μπορεί να την συγκροτήσει, μόνο αυτή έχει “νόημα” για τους ανθρώπους -αλλιώς αποτελεί απλώς συσκότιση, ή τύφλωση διά της χυδαιότητας, κάπως όπως γίνεται με το φως του ανακριτή.
Προφανώς, δεν υπάρχει εγγύηση για τη διαμόρφωση μιας είδησης που αξίζει. Δεν υπάρχει μια μηχανική, μια μέθοδος, ένας αλγόριθμος που θα μπορούσε να εξασφαλίσει την “ποιότητα” του προϊόντος. Και δεν υπάρχει καν ένα απλό κριτήριο για να διαχωριστεί η είδηση από τη χυδαιότητα (τουλάχιστον συνήθως -γιατί έχουμε φτάσει σε σημεία όπου η χυδαιότητα δεν ντρέπεται καν να εμφανιστεί ως τέτοια!). Ιστορικά, άλλωστε, αυτό που θα επέτρεπε τουλάχιστον τη δυνατότητά της ήταν, αφενός, πλαίσια οργάνωσης της εργασίας που να επιτρέπουν, και συλλογικά και ατομικά, την απόσταση και την απεξάρτηση από την εξουσία, την ισχύ (οικονομική, πολιτική, κλπ.) και, αφετέρου, ορισμένοι γενικοί κανόνες (συχνά “δεοντολογίας”), όπως η ανάγκη διασταύρωσης και ελέγχου, η αξιολόγηση, επιλογή και η έρευνα, η διάκριση από το σχόλιο (αλλά και από τη χρηστικότητα και την ψυχαγωγία), ο φωτισμός και η οργάνωση της είδησης, κλπ. Δεν είναι αρκετά, είναι απλώς ορισμένα από τα μίνιμουμ.
Επιπλέον, η δεύτερη γκάμα όρων, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα -όπου ποτέ δεν υπήρξε θεσμικά “εκδοτική ανεξαρτησία” ή “χάρτα δεοντολογίας” για την εργοδοσία (ιδιωτική ή δημόσια)- μεταθέτει το ζήτημα από το επίπεδο της ποιότητας της συλλογικής παραγωγής στο ατομικό επίπεδο, και δη απλώς ως οπλοστάσιο αντίστασης των εργαζομένων στις πιέσεις της εργοδοσίας (και, μέσω αυτής, γενικότερα της εξουσίας). Όμως, σε συνθήκες “κρίσης”, εκ της εμπειρίας είδαμε ούτε ως τέτοιο είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό -κυρίως εξαιτίας της ίδιας της ατομικοποίησης που επιβάλλει η διαδικασία της κρίσης και οργανώνει ο δεσποτισμός του κεφαλαίου! Και μάλιστα είδαμε να λειτουργεί και ακριβώς αντίστροφα, με την έννοια ότι αυτό που παράγεται συστημικά χρεώνεται ωστόσο ατομικά και μάλιστα αυτό δεν γίνεται μόνο από την εργοδοσία, αλλά φτάνει συχνά να εσωτερικεύεται και να εκφράζεται και μεταξύ εργαζομένων σε μια διαδικασία ξεφορτώματος ευθυνών!
Η επιδείνωση, ωστόσο, μόνο κατά ένα βαθμό, και μάλλον μικρό, μπορεί να αποδοθεί στις συνθήκες της κρίσης και, κυρίως, ως επιτρέπουσας ευκαιριών για τις επιχειρήσεις -όπως το είδαμε σε εμάς, από την περιφρόνηση με την οποία η διοίκηση αντιμετώπισε όλες τις ιδέες των εργαζομένων σε σχέση με το προϊόν. Στην πραγματικότητα, η επιδείνωση έχει βαθύτερες ρίζες, χρονικά κυρίως από την “απελευθέρωση” (δηλαδή την ιδιωτικοποίηση) της ενημέρωσης, μέσω των τηλεοπτικών σταθμών, στην οποία απλώς τώρα ήρθε να προστεθεί μια νέα και ριζικότερη αναδιάρθρωση, η αναδιάρθρωση λόγω ιντερνέτ. Αυτή είναι που λειτουργεί, ιδιαίτερα εν μέσω “κρίσης”, ως “ευκαιρία” περαιτέρω εκχυδαϊσμού.
Δεν είναι ο στόχος μου εδώ να κάνω μια θεωρία για τον εκφυλισμό αυτό, αλλά να εντοπίσω τις διαστάσεις που επαγγελματικά και εργασιακά μου φαίνονται σημαντικές, ιδιαίτερα από μια ενδεχομένως διεκδικητική ή προγραμματική σκοπιά για τους εργαζόμενους στην ενημέρωση. Η εμπειρία μας στο ιντερνέτ του Βήματος μας έχει ήδη μάθει πολλά, έστω και αν η ίδια η διαδικασία βίαιης αναδιάρθρωσης και ανελευθερίας δεν διευκολύνει μια συλλογική μας επεξεργασία.
1) Μια διαδικασία παραγωγής χυδαιότητας, πρωτοποριακά από το ιντερνέτ
Στο ιντερνέτ μοιάζει η διαδικασία εκχυδαϊσμού του προϊόντος να παίρνει την πιο προχωρημένη του μορφή -και η διαδικασία της εργασίας την πλέον χοντροκομμένα ψευτο-φορντιστική της ένδυση. Και οι τέσσερις διαστάσεις της είδησης πλήττονται: επιλογή, διασταύρωση, πλαισίωση, οργάνωση.
α) “Επιλογή”
Η φαντασίωση ότι ο κόσμος που κατασκευάζουμε είναι απλό αντικαθρέπτισμα του “κόσμου εκεί έξω” απλώς αναπαράγει -στην καλύτερη περίπτωση- τη χυδαιότητα του δεύτερου. Στην κλασική παλαιότερη επαγγελματική οργάνωση, οι ρυθμοί -π.χ. ημερήσια ή εβδομαδιαία εφημερίδα, κλπ.- και τα υλικά τους πλαίσια -π.χ. τόσες σελίδες- μεταφράζονται σε αναγκαστικές επιλογές που έπρεπε να γίνουν με κάποιους τρόπους (με συσκέψεις, από την ιεραρχία, από τους συντάκτες, κλπ.), που -άσχετα αν λειτουργούσαν καλά- αναγκαστικά έθεταν κάποια στιγμή τη συνείδηση μιας κατασκευής, έστω και ως απλή “επιλογή” από μια “ροή που θα υπήρχε αντικειμενικά εκεί έξω”. Ιντερνετικά, η δυνατότητα μοιάζει απεριόριστη και αφήνει τη δυνατότητα στον κάθε επιστάτη να ξεπερνάει τη διαδικασία επιλογής ως κρίσιμη στιγμή και να εφαρμόζει ψευτο-φορντιστικούς κανόνες, διαλύοντας ακριβώς την ουσία της διαδικασίας που είναι ο προβληματισμός στο τί αποτελεί “είδηση”, τί είναι αυτό που “αξίζει” ή “πρέπει” να “μεταδοθεί” (και ασφαλώς “πώς” -αλλά αυτό ίσως είναι το επόμενο στάδιο).
Ακόμα και αν υποθέταμε, έτσι, για ένα δευτερόλεπτο ότι η “είδηση” δεν κατασκευάζεται, αλλά απλώς “μεταδίδεται”, θα έπρεπε να ξέρουμε ότι τα εκατομμύρια (και βάλε) συμβάντα στον πλανήτη (ή και πέρα -μια και υπάρχει και επιστημονικό ρεπορτάζ) σε κάθε λεπτό δεν αποτελούν “ειδήσεις”, είτε γιατί δεν “αξίζουν”, είτε γιατί δεν θα γίνουν ποτέ “γνωστά”, είτε γιατί αποτελούν “ρουτίνα”, είτε για μια σειρά λόγους που είναι για διευκρίνιση. Η επαγγελματική μηχανή (που ασφαλώς είναι προβληματική -γιατί αποτελεί ήδη προϊόν επιλογών, όχι μόνο δικών μας) μειώνει τον αριθμό των συμβάντων που φιλοδοξούν να φτάσουν να γίνουν “είδηση” σε εξαιρετικά “μικρό” αριθμό: είναι π.χ. ούτε 2.000 τα “τηλεγραφήματα” που εισέρχονται ημερησίως στη database του ΔΟΛ από τα πρακτορεία (μερικές εκατοντάδες -ας πούμε 300- είναι από το ΑΠΕ). Σε αυτά θα μπορούσαν να προστεθούν οι ειδικές παραγωγές από οργανισμούς, υπουργεία, οργανώσεις, εταιρείες, κλπ., με ανακοινώσεις τύπου, emails, διασπορά στο ίντερνετ, κλπ., που συνήθως συλλαμβάνονται από αντίστοιχα ειδικευμένα ρεπορτάζ. Χωρίς να τα προσθέσουμε αυτά, ούτε και τα δεκάδες χιλιάδες που θα μπορούσαν να “αλιευτούν” στο ίντερνετ, η συνήθης παραγωγής ενός “οργανισμού ενημέρωσης” δεν μπορεί να ξεπερνάει μερικές εκατοντάδες ημερησίως -ας πούμε πως στο ιντερνετικό Βήμα παράγονται 150 “ειδήσεις” (στο in.gr κάπου οι διπλές), αν και θα μπορούσε να πολλαπλασιαστεί ο αριθμός τους αν συμπεριληφθεί το “μαστόρεμα” των ήδη δημοσιευμένων “ειδήσεων”.
Το ουσιαστικό ερώτημα για εμάς είναι πώς γίνεται αυτή η μείωση της πληροφορίας, πού τελειώνει (ή πού πρέπει να τελειώνει) και πώς εξασφαλίζεται ότι η κατασκευή του κόσμου που επιλέγεται είναι αυτή που “αξίζει” ή που “πρέπει”; Υποτίθεται ότι, πίσω από την επιλογή, υπάρχουν “κριτήρια” (έστω και ανασφαλή) που ιεραρχούν τη “σημασία”, την “εγκυρότητα”, τη “σταθερότητα”, την “εμβέλεια” της “είδησης”. Αυτά τα κριτήρια, που δεν είναι “προφανή” (έστω και αν παρουσιάζονται έτσι), μπορούν να συμπυκνωθούν σε αυτό που μπορεί να περιγραφεί ως ένας “ορισμός της κατάστασης”, δηλαδή μια απάντηση στο ερώτημα “τί είναι αυτό που συμβαίνει;” και μάλιστα “αν συμβαίνει πράγματι κάτι;”. Από επαγγελματική άποψη, αυτό σημαίνει ότι η στιγμή της “επιλογής” προϋποθέτει ήδη όλους τους επόμενους κρίκους της διαδικασίας της κατασκευής μιας είδησης (επιβεβαίωση, διασταύρωση, πλαισίωση, οργάνωση). Και μια διαδικασία της εργασίας που αφαιρεί τη δυνατότητα να τεθεί ο ορισμός της κατάστασης ως πρόβλημα ή που, ακόμα χειρότερα, οργανώνεται ως απλή αναμετάδοση “πληροφοριών” δεν ξεπερνάει τους υπόλοιπους κρίκους της αλυσίδας. Απλώς αναπαράγει τη χυδαιότητα, μέσω αυτοαναφορικότητας και εντυπωσιασμού.
β) Διασταύρωση
Υποτίθεται ότι είναι το forte του δημοσιογράφου -και τυπικά τουλάχιστον κανείς δεν θα επιχειρηματολογούσε αντίστροφα. Και όμως, ακόμα και στην απλή μορφή του ελέγχου της πληροφορίας, έχουμε φτάσει (ή τείνουμε να φτάνουμε) σε μια κατάσταση όπου, όχι μόνο κανένας έλεγχος δεν ασκείται, αλλά και επί της ουσίας απαγορεύεται -ήδη από την οργάνωση της εργασίας. Στο ιντερνέτ, μάλιστα, θεωρητικοποιείται με τη μορφή του “να μη χάσουμε την είδηση” και με τη δικαιολογία ότι πάντα “μπορούμε να τη διορθώσουμε” εκ των υστέρων (χωρίς όμως να υπάρχει διαδικασία τέτοιας διόρθωσης!) -ως να μην είχε καμία σημασία στην πρώτη της έκδοση.
Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι καθόλου τα λάθη -για το οποίο πάντα “άνθρωποι είμαστε και λάθη κάνουμε”, ιδιαίτερα σε ένα επάγγελμα με τα γνωστά χαρακτηριστικά της πίεσης, της σφαιρικότητας, κλπ. Το πρόβλημα είναι το αντίστροφο: ότι η οργάνωση μιας διαδικασίας της εργασίας που απαγορεύει, ή έστω εμποδίζει, τη διασταύρωση στην πραγματικότητα οργανώνει την παραπληροφόρηση ως σύστημα (ακόμα και αν η “πληροφορία” δεν είναι “λαθεμένη”). Και δεν είναι τόσο το copy & paste στο οποίο αναφερόμαστε εδώ (που είναι απλώς μια ακραία τελειότητα). Είναι κυρίως η αναπαραγωγή πληροφορίας χωρίς έλεγχο, χωρίς κρίση, χωρίς έρευνα. Το πρότυπο εδώ είναι η αναπαραγωγή των ανακοινώσεων της εξουσίας, της όποιας εξουσίας -του κράτους, ενός υπουργείου, μιας επιχείρησης, ενός οργανισμού, κλπ. Από μόνη της, ή και από το περιεχόμενό της, μια τέτοια ανακοίνωση μπορεί πράγματι να θεωρηθεί “σημαντική” -παρόλο που εκ των προτέρων ξέρουμε (ή οφείλουμε να υποψιαστούμε) ότι “μπορεί” να εμπεριέχει παγίδες.
Παραδοσιακά, οι τρόποι με τους οποίους το επάγγελμα προσπαθούσε να λύσει το, πράγματι περίπλοκο, ζήτημα της ουσιαστικής διασταύρωσης (πέραν ενός απλού ελέγχου) είναι επίσης πολλοί και δεν παρέχουν ασφάλεια: να ζητηθεί η γνώμη ενός αντιπάλου ή ενός ειδικού, να συζητηθεί ή να εκτιμηθεί σε μια ομάδα ή σύσκεψη η πληροφορία, να κριθεί από κάποιον συνάδελφο που “παρακολουθεί” στενά και από καιρό το ζήτημα, κλπ., κλπ. Και, σε κάθε περίπτωση, αν η διασταύρωση δεν αποδώσει ερευνητικά ή κριτικά, να χρεωθεί η πληροφορία ως έχει (και αν “αξίζει”) στον δημιουργό της και να διατυπωθούν, ει δυνατόν, τα περιθώρια εξαπάτησης.
Όλες αυτές οι διαστάσεις της “διασταύρωσης” τείνουν να καταργηθούν στα webdesk, ως “δευτερεύουσες” διαστάσεις, υψώνοντας τη χυδαιότητα των “πληροφοριών” σε εκ των προτέρων “είδησεις”.
[...]
γ) Πλαισίωση
Επιπλέον (και πέραν της “διασταύρωσης), καμία πληροφορία δεν αποτελεί είδηση αν δεν ενταχθεί σε κάποιο πλαίσιο που θα της αποδώσει νόημα. Στην “απλή” περίπτωση που το πλαίσιο δεν διευκρινίζεται από τον παραγωγό της “είδησης”, το πλαίσιο που εφαρμόζει αναγκαστικά ο ακροατής/αναγνώστης είναι το πλαίσιο της περιρρέουσας ατμόσφαιρας ή της επικρατούσας χυδαιότητας -και αυτό είναι ίσως που περιγράφει καλύτερα τη σημερινή δυναμική.
Η δική μας δουλειά είναι κυρίως να διευκρινίζουμε το πλαίσιο στο οποίο μια οποιαδήποτε πληροφορία αποκτάει νόημα. Οι νέες διαδικασίες της εργασίας, ιδιαίτερα στο ιντερνέτ, όπως μάλιστα εισάγονται με την “ευκαιρία” της κρίσης, είναι οργανικά που τείνουν να πνίξουν αυτήν ακριβώς τη διάσταση.
Για παράδειγμα, στην ακραία περίπτωση, η ανακοίνωση τύπου μιας μεγάλης εταιρείας ή ενός οργανισμού, η ανακοίνωση ενός υπουργού ή μιας υπηρεσίας ή και η δήλωση κάποιου μεγαλόσχημου αναμεταδίδεται -ακόμα και σε πρώτο βαθμό “διασταυρωμένη”, δηλαδή χωρίς αλλοιώσεις, και ακόμα και αν υποθέσουμε λυμένα τα προβλήματα “επιλογής”, δηλαδή προϋποθέτοντας ότι “αξίζει” να “μεταδοθεί”- ως να μην ήταν “πρόβλημα”. Όμως, ακριβώς, χωρίς “πλαισίωση” (φωτισμό, κρίση), αποτελεί εξορισμού παραπλάνηση και χυδαιότητα, ακόμα και αν πιστοποιείται η πηγή και δεν αλλοιώνονται τα λόγια της. Μπορεί άλλωστε το πραγματικό της νόημα (που έτσι θα αναπαρήγαμε ως “είδηση”) να βρίσκεται στην ίδια την αναπαραγωγή της, ακόμα και γραμματικά ή συντακτικά: η δική μας δουλειά της πλαισίωσης, εξαφανίζεται για να εφαρμοστεί το αναγκαστικό πλαίσιο της χυδαιότητας.
Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε παραδείγματα που εμπλέκουν πολιτικά ή επιχειρηματικά επίδικα. Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων χρήσης μιας εταιρείας ή η ανακοίνωση ενός στοιχείου όπως π.χ. η ανεργία δεν είναι καθόλου προφανή ζητήματα (ακόμα και αν πάρουμε ως λυμένα τα ζητήματα επιλογής ή και ελέγχου και διασταύρωσης): Άραγε η κερδοφορία της εταιρείας (με βάση τις ανακοινώσεις της ή κάποια άλλη πηγή) εκτινάχθηκε (σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο) ή κατέρρευσε (σε σχέση με πέρυσι) και η ανεργία αυξήθηκε άραγε (εποχικά διορθωμένη) ή μειώθηκε (χωρίς εποχιακή διόρθωση).
Η δική μας δουλειά, ωστόσο, που είναι να εντάξουμε στο πλαίσιό τους αυτές τις πληροφορίες, τείνει οργανωμένα να εξαφανιστεί από μια “τεχνική” διαδικασία μεταφοράς ή αναμετάδοσης (με προφάσεις όπως η ταχύτητα, η πρωτιά, η έλλειψη προσωπικού, κλπ.).
δ) Οργάνωση
Οι ειδήσεις δεν είναι άτομα που κυκλοφορούν αυθύπαρκτα, γιατί μόνο στη σύνδεσή τους αποκτούν νόημα -έστω και αν δεν είναι ένας μόνο ο κόσμος που κατασκευάζουμε, αλλά περισσότεροι -που μπορεί και να επικοινωνούν. Παραδοσιακά, η διάσταση αυτή εισερχόταν στην οργάνωση των ειδήσεων μέσα από την περιοδικότητα, το συγκεκριμένο όγκο σελίδων και την ιεράρχησή τους (ένα είναι το πρωτοσέλιδο, τόσα είναι τα λεπτά για το ραδιοφωνικό δελτίο), κλπ., όλα αυτά τα στοιχεία που επέβαλαν επιλογή -άρα οργάνωση.
Καθώς στο ιντερνέτ οι δυνατότητες μοιάζουν “απεριόριστες”, η γαργαντούικη έκδοση της οργάνωσής τους ταιριάζει ιδιαίτερα τόσο με τις αναδιαρθρώσεις της εργασίας στα περίφημα newsrooms όσο και με τον κόσμο που κατασκευάζει η μνημονιακή διαχείριση της κρίσης, δηλαδή έναν βομβαρδισμό μεταβαλλόμενων “πληροφοριών” χωρίς συνοχή και χωρίς άλλο νόημα από ένα αποκλειστικό μήνυμα: “φταίτε” και “σκύψτε το κεφάλι”.
Είναι εντυπωσιακό πως το ίδιο το site του Βήματος υπέκυψε με την πρώτη σε αυτή την γαργαντούικη έκδοση της οργάνωσης των ειδήσεων, με ατελείωτες διαρκώς μεταβαλλόμενες σελίδες χωρίς καμία ιεραρχία μέσα σε έναν αχταρμά από φωτογραφιούλες για να τραβήξουν “κλικ”. Η έλλειψη οργάνωσης της ειδησιογραφίας ήταν μάλιστα τόσο κραυγαλέα που, μετά από κάποιο διάστημα, εισήχθη και μια (υποτιθέμενα διορθωτική) εγγραφή του στυλ “διαβάστε επίσης” -η οποία βέβαια δεν σώζει την κατάσταση και ίσως και να την περιπλέκει.
[...]
III. Ο δεσποτισμός του κεφαλαίου (και διάχυσή του)
Με τη διαδικασία της εργασίας και τα προβλήματά της αναγκαστικά έχουμε ασχοληθεί επανειλημμένως -καθώς ζούμε σε κατάσταση “κρίσης”. Ωστόσο, εδώ θέλω απλώς να επισημάνω τα βασικά στοιχεία μιας νέας διαδικασίας της εργασίας που επιβάλλεται σιγά-σιγά (ή και βίαια) σε συνδυασμό με το σύγχρονο εκχυδαϊσμό της ενημέρωσης. Και αυτά έχουν ήδη θιχτεί από την προηγούμενη καταγραφή -κατά το ιντερνετικό πρότυπο- (τα έχω συμπυκνώσει ως αυξανόμενο “δεσποτισμό του κεφαλαίου”).
Το πρώτο στοιχείο είναι η λειτουργική (δηλαδή φαινομενική και ψεύτικη, αλλά οργανωτικά αποτελεσματική) απαλλοτρίωση της γνώσης από τον εργαζόμενο και η προβολή της στην ιεραρχία. Αυτό είναι που επιτρέπει, καταρχάς, το γενικευμένο copy - paste που ισχύει στο ιντερνετικό Βήμα -έως γελοιογραφίας. Για να γίνει copy - paste, προφανώς αναγνωρίζεται ότι δεν χρειάζεται ειδικευμένη έρευνα ή γνώση -αυτή ανήκει σε αυτόν που το αποφασίζει, δηλαδή στον ιδιοκτήτη (και στον εκπρόσωπό του, που είναι κάθε φορά ο ιεραρχικά ανώτερος).
Η ίδια αυτή λειτουργική απαλλοτρίωση του εργαζόμενου από τη γνώση οργανώνεται κατά κανόνα και από ένα άλλο κανάλι, δηλαδή την οργάνωση της ανευθυνότητας: όχι μόνο δεν χρειάζεται υπογραφή (ή ευθύνη), αλλά και όταν τέτοια υπογραφή υπεισέρχεται (κυρίως από την έντυπη έκδοση), αυτή θεωρείται άνευ σημασίας και δεν εμφανίζεται (τουλάχιστον στις γενικές ιστοσελίδες). Ακόμα χειρότερα, το κείμενο της “είδησης”, ακόμα και με υπογραφή, θεωρείται από την ιεραρχία ως ιδιοκτησία της και, για αυτό, με μεγάλη ευκολία παρεμβαίνει, υποτιθέμενα “διορθωτικά”, ιδιαίτερα αν πρόκειται για ζωντανές ειδήσεις υπό εξέλιξη -προσφέροντας άλλο ένα στοιχείο για τυπική απαλλοτρίωση της γνώσης από τον εργαζόμενο.
Βέβαια, και σε αυτό τον κόσμο της οργανωμένης ανευθυνότητας, η πραγματική δουλειά γίνεται από τον εργαζόμενο (που κινητοποιεί τη γνώση του -σε κρίση, διασταύρωση, ακόμα και πλαισίωση, αν χρειαστεί -και αν του επιτραπεί!- καθώς οι ειδήσεις και τα κείμενα γράφονται πάντα από εργαζόμενους...). Η τυπική ιδιοποίηση από μια ακαθόριστη ιεραρχία (εν ονόματι της εταιρείας ή του τίτλου) αφήνει μόνο την ευθύνη για τις κακοτοπιές (π.χ. “λάθη”) να χρεώνεται στους εργαζόμενους! Καθώς δεν υπάρχει κανονικό δημοσιογραφικό στάδιο, ούτε ελέγχου, ούτε διόρθωσης, ούτε πλαισίωσης, οι ανοησίες που φτάνουν να εντοπιστούν ως “λάθη” χρεώνονται σε κάποιον από τους εργαζόμενους -όχι στην ίδια τη διαδικασία της εργασίας. Και αυτή η οργάνωση είναι που παράγει, εξάλλου, έναν έρποντα (και όχι μόνο) κανιβαλισμό, με την έννοια ότι, με αποδεκτό αυτό το πλαίσιο εργασίας, ο διπλανός μπορεί πάντα να ευθύνεται ανταγωνιστικά αυτός (γιατί δεν πρότεινε το ένα, γιατί καθυστέρησε το άλλο, ή γιατί έκανε ένα λάθος ή μια διαφορετική ερμηνεία, κλπ.), χωρίς να χρεώνεται (ή μη μόνο εξαιρετικά) η ίδια η ιεραρχία.
Η ψευτο-τεϊλορική μετατροπή της δημοσιογραφικής δουλειάς σε “τεχνικό” ζήτημα (άλλωστε για να κάνει κανείς copy - paste ένα κείμενο δεν χρειάζεται να το καταλαβαίνει κιόλας!) επεκτείνεται σε όλη τη ροή της εργασίας και ενισχύεται με διάφορα συνοδευτικά που, μπορεί να σκοτώνουν την ουσία της δημοσιογραφικής αποτελεσματικότητας, συντείνουν όμως στο δεσποτισμό του κεφαλαίου. Χωρίς να αναφερθώ στα γνωστά μας “εργασιακά”, (ωράρια, ρυθμούς, αμοιβές, κλπ.), ας αναφέρω μόνο ένα φαινομενικά δευτερεύον, το πόσο “άχρηστα”(?) “βαρύ” είναι το υπολογιστικό σύστημα: για να “ανεβάσει” κανείς ένα έτοιμο κείμενο στο site, πρέπει να κάνει 34 κλικ τουλάχιστον (συν ό,τι άλλο χρειαστεί για τίτλους, διορθώσεις, λεζάντες, κλπ.). “Δευτερεύον” ίσως, όχι όμως κατά λάθος, ακόμα περισσότερο που σε καιρούς “κρίσης” και “εξοικονομήσεων” η εταιρεία προτιμάει να πληρώνει για αυτό! Γιατί αποτελεί τμήμα άλλης μιας ουσιαστικής πλευράς της εισαγόμενης διαδικασίας της εργασίας, τη διάσπαση του συλλογικού εργαζόμενου, καθώς εδώ είναι οι κομπιουτεράδες που αποκόβονται από τους χειριστές των μηχανημάτων και αναφέρονται μόνο στην ιεραρχία (κλασική τεϊλορική αυταπάτη).
Στην πραγματικότητα, ο δεσποτισμός του κεφαλαίου σε αυτή την κατάργηση κάθε διαλόγου για το προϊόν και τη διαδικασία παραγωγής του έχει πάρει την πιο εκφραστική του διάσταση. Η άρνηση συζήτησης με τον εκπρόσωπο και η άρνηση πολλές φορές έως και φαινομενικά ανόητη να αντιμετωπιστούν απλά ζητήματα, χωρίς “κόστος”, μπορεί να θεωρηθεί απλώς πολεμική ενέργεια σε καιρούς κρίσης και συγκρούσεων (είτε για το άτομο του εκπροσώπου είτε για τη λειτουργία του). Όμως, το ίδιο συμβαίνει με όλους τους εργαζόμενους (εκτός ίσως των κύκλων των αρχισυντακτικών “συσκέψεων”): καμία συζήτηση δεν γίνεται σε κανένα επίπεδο ούτε καν για την εισαγωγή του ιντερνέτ στη δημοσιογραφική δουλειά -που υποτίθεται ότι είναι το “μέλλον μας”- αλλά ούτε και για τη συγκεκριμένη δουλειά κάθε φορά. Όλες οι αποφάσεις ανακοινώνονται (αφού κυκλοφορήσουν ως “φήμες” προηγουμένως). Σε συνθήκες “κρίσης”, όπου εξαρτάται ακόμα και η επιβίωση από τον εργοδότη, μια ορθολογική συζήτηση θα ήταν ούτως ή άλλως εξαιρετικά “δύσκολη”, αν όχι εκ των προτέρων χαλκευμένη, και, για αυτό, θα απαιτούσε ενισχυμένες διαδικασίες διαλόγων και ικανότητας “ακρόασης” των εργαζομένων. Και όμως γίνεται ακριβώς το αντίστροφο: η ταξική αδυναμία χρησιμοποιείται ως ευκαιρία για την εισαγωγή των πλέον ακραίων τύπων διαχείρισης της εργασιακής διαδικασίας.
Είναι αλήθεια ότι δεν έχει γενικευτεί (ακόμα?) μια στρατιωτικού τύπου πειθαρχία. Όμως, μια επιστατική λογική έχει εγκατασταθεί και χρησιμοποιείται ένας συνδυασμός καρότου και βούρδουλα, με το δεύτερο να είναι πολύ πραγματικό και το πρώτο (από τον ανώτερο, συνήθως, στην ιεραρχία) να είναι απλό συμβολικό αναλγητικό. Η “ωχαδελφική” λογική της εκτόνωσης των εκρηκτικών αντιφάσεων από μόνη της αποτελεί πολιτιστικό (και όχι μόνο εργασιακό) πρότυπο, αλλά στην περίοδο απλώς επικυρώνει τον ουσιαστικό δεσποτισμό στη διαδικασία της εργασίας που υλοποιείται έως και με στρατιωτικά πρότυπα στην καθημερινή ύπαρξη και που, ακόμα χειρότερα, φτάνει να διεκδικείται πολλές φορές ως τέτοια.
IV. Η “ενημερωτική” απαλλοτρίωση της δημοκρατίας (μετατροπή της πολιτικής σε τεχνική)
[...]
Τάσος Αναστασιάδης
εκπρόσωπος εργαζομένων στο Βήμα – ΕΣΗΕΑ